ποδοβολή

ποδοβολή
η, Ν
το ποδοβολητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποδοβολή — ποδοβολή, η και ποδοβολητό, το κρότος βαδίσματος ή τρεξίματος ζώων ή ανθρώπων: Ακούστηκε μέσα στη νύχτα ποδοβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”